Από το βιβλίο "Λαογραφία Ποδογόριανης Παγγαίου" του Δημοσθένη Κοσλίδη, αναδημοσιεύουμε σήμερα το διήγημα "Τ' όνειρο του Φεϊζουλά" του αείμνηστου δασκάλου Κώτσιου Αδάμου, που περιγράφει με γλαφυρό τρόπο το χωριό μας και την συμβίωση Ελλήνων και Τούρκων κατά τα τελευταία χρόνια της τουρκοκρατίας (περίπου το 1900).
"Το χωριό Ποδογόριανη είχε φτιάξει τη φωλιά του απ'
τα παλιά χρόνια στις πλαγιές μιας χαράδρας που στο βάθος της κυλούσε
γοργά τα γάργαρα νερά του ένα ποταμάκι που τ' ονόμαζαν «Λάκκο». Στο διάβα του γύριζε τέσσερις μύλους. Ένα στα Κρύα Νερά του Τούρκου Μπουγιούκ, του Τσιφούτη στο Μεσοχώρι, του Καράμπελα και της Βασίλως κάτω απ' του Χαλάτση τ' αλώνι. Θεόρατα πλατάνια
ακολουθούσαν το ρου του ποταμού απ' τον Πλατανιάκο
ως το Τσαλί - Ντερί.
Τούρκικη βρύση στην Ποδογόριανη |
Τα σπίτια του χωριού χτισμένα το 'να πίσω και παν' απ' τ'
άλλο, έβγαζαν τις στέγες τους, σα να 'θελαν ν' ανέβουν ως τις κορφές του Άη - Λια και του Άη - Θανάση. Σ' όποιο
απ' αυτά τα υψώματα ανέβαινες έβλεπες όλα τα σπίτια του
απέναντι μαχαλά ζωγραφιστά κολλημένα στην ποδιά του λόφου. Οι αυλές τους ήταν
μικρές κι έμοιαζαν σαν κάνιστρο με λουλούδια, που 'χαν αραδιάσει οι νοικοκυρές σε
γλάστρες πάνω στον πέργυρό τους. Που και που έδειχνε το μπόι της κάποια ροδιά για να κάνει ακόμα πιο όμορφα την εικόνα. Τα στενά σοκάκια
ήταν όλα στρωμένα με καλοφτιαγμένο καλντερίμι και σέρνονταν σαν φίδια προς τα
πάνω, προσπαθώντας να βγάλουν τα κεφάλια τους στις κορφές των λόφων. Και τους δυο μαχαλάδες τους χώριζε στα
δυο ένας φαρδύς πέτρινος δρόμος. Του δώθε μαχαλά, που 'ταν μεγαλύτερος, οι
κάτοικοι του είχαν δύο ονόματα,
ο πάνω μαχαλάς και ο κάτω μαχαλάς. Τον άλλο,
που βρίσκονταν κείθε απ' το λάκκο κι έβλεπε κατά την Ανατολή και το Βορρά, τον
ονόμαζαν πέρα μαχαλά με προέκταση στον Μπαλαμπάνο και το Κύπαρις.
Η ομορφιά που 'χε από φυσικό του ο τόπος
εδώ γύρω, ήταν να τη βλέπεις και
να σαστίζεις με την πλούσια καρδιά της φύσης. Οι γραμμές απ' το βουνό κατέβαιναν χορευτικά ως
την κάτω άκρη του χωριού. Η Ραχώνα φύλαγε το βορινό αέρα. Βαστούσε τη μάχη απ'
ότου γεννήθηκε ο κόσμος. Από
παντού κατηφόριζαν τα δέντρα, οι πολύχρωμοι
βράχοι και τα νερά φουρφούριζαν βιαστικά ως το ποτάμι.
Το πουρνάρι
σκέπαζε τις ράχες, φυλούριζε χειμώνα - καλοκαίρι και ανάδευε μ' ασημένιες
αντιφεγγιές. Η σκληρή φυλλωσιά του είχε απ' τη μια μεριά ένα χρώμα μαργαριτάρι, σα
να μουσκεύτηκε για πάντα απ' το φεγγαρόφωτο
μιας Αυγουστιάτικης νύχτας.
Τα καϊνάκια ήταν
στολισμένα με κλαδωτά αιωνόβια πλατάνια που ανέβαιναν τον ανήφορο αράδα
το 'να πίσω απ' τ' άλλο. Ήταν τρυφερά, τρεμούλιαζαν αδιάκοπα μ' όλα τα φύλλα
τους, ακόμα και σαν δεν φυσούσε. Και σαν έπαιρνε να τα κιτρινοφυλλιάζει το
φθινόπωρο, έμοιαζαν σα να πήραν φωτιά οι ασημένιοι κορμοί τους και τίναζαν
χρυσές φλόγες. Ένα αναγάλλιασμα έσταζε στα δέντρα κι ανάβρυζε από καστανά και
κόκκινα χρώματα απ' τις πέτρες και τα νερά. Οι ελιές αργοσάλευαν τα κλωνιά τους
σαν βάγια. Από παντού ανέβαινε η
δόξα της γης. Τούτες τις ώρες τρέμει αναρωτιέται, πώς γίνεται και κρύβεται τόση
κακία μέσα στον άνθρωπο.
Το μεγάλο κακό γίνονταν τις
Γεναριάτικες νύχτες σαν λυσσούσαν οι Βοριάδες.
Τότε, το σκοτάδι που σκέπαζε τα σύμπαντα έκανε
πιο τρομαχτική τη νύχτα.
Ο άνεμος έπαιρνε τα κεραμίδια απ' σκεπές και τσάκιζε τα τρυφερά πλατάνια. Ο
σκοτεινός αγέρας γεμάτος από κρότους ανεξήγητους, από ουρλιαχτά και θλιβερούς
ήχους. Άνοιγαν οι χωρικοί κατ' απ' το πάπλωμα ανήσυχο μάτι και βλαστημούσαν. Οι
γυναίκες αφουγκράζονταν, σηκώνονταν χωρίς θόρυβο απ' το στρώμα, θυμιάτιζαν τα
κονίσματα και σταυροροκοπιόνταν.
Σαν φώτιζε
ο ουρανός πίσω απ' την τραμουντάνα, ετότες πρόβαλε θάμαξι ο ήλιος πάνω απ' τη
ράχη κι έσταζαν ειρήνη τα δέντρα. Έβλεπες τον Άη-Θανάση να στέκεται γελαστός
μέσα στο χρυσό φως. Ήταν ακόμα
βρεγμένος και χτυπημένος. Άχνιζαν οι κουρασμένοι οι λάκκοι του κι έσταζε
διαμαντόπετρες μέσα στη λιακάδα, όμως στέκονταν δυνατός και ήσυχος. Φορούσε
στην κορυφή του, μετερίζι μάχης, το κλησάκι ο Άη-Λιας απ' την άλλη της
χαράδρας.
Πάλι σαν ξάνοιγε ο καιρός κι έπαιρνε να μυρίζει
άνοιξη, τίποτα δεν ήταν πιο
ήμερο απ' τους δυο λόφους. Η πέτρα η Μπρουσιάκα
ασήμιζε στον ήλιο σαν ζεστή σάρκα. Οι μικρές συκιές
θρασομανούσαν ανάμεσα απ' τις χαραμίδες. Πάνω στις ψηλές κρεμασές βουτάνε πεινασμένες ρίζες ως μέσα στην καρδιά του
βράχου, να βυζάξουν από κει το πικρό γάλα που τις θρέφει. Χάραζες με το σουγιά
το κόκκινο βλαστάρι κι ο άσπρος χυμός έπηζε πάνω στη λεπίδα.
Ήταν μερακλήδες οι κάτοικοι του χωριού
μας - Έλληνες και Τούρκοι. Έπιασαν
απ' την μάνα τους τα νερά και μέσα απ' τα
κιούνκια έτρεχαν προς το χωριό για
να δροσίσουν και να καταλαγιάσουν τη δίψα των χωριανών, να ποτίσουν τους μπαχτσέδες και να
γεμίσουν τα χαβούζια, όπως 'λεγαν οι παππούδες
μας.
Η κοινότητα με προσωπική εργασία, ακόμα
κι απ' τα πρώιμα χρόνια της Τουρκοκρατίας, είχε κάνει και μεγάλες γούρνες στις βρύσες
για να πίνουν νερό τα ζώα, ιδιαίτερα το
χειμώνα που 'ταν κλειστά στ' αχούρια, για να ξεπιαστούν, όπως έλεγαν οι τσιφτσήδες. Βρύσες πολλές είχε το χωριό που έτρεχαν ακατάπαυστα και τα
νερά κυλούσαν προς τα κάτω γλύφοντας τις
πέτρες του δρόμου, έτσι που το καλντερίμι που βρίσκονταν στη μέση κι ήταν κατεβασμένο
δέκα εκατοστά χαμηλότερα απ' τα
δυο πεζοδρόμια, γυάλιζε δουλεμένο, λαξευμένο και απ' τα πέταλα
των ζώων που περνούσαν κάθε μέρα πάνω -
κάτω. Στο μεσοχώρι, καθώς το 'λεγαν
και «Μπεηλίκ’» ήταν χτισμένη μια όμορφη, ψηλή βρύση με φαρδύ χάλκινο κρουνό, απ' όπου έτρεχε άφθονο νερό. Τ' απογευματάκι
τα κορίτσια έβγαιναν με τις στάμνες
και τα γκιούμια, κάνοντας μια ουρά με
πολύχρωμα φορέματα, που το γέλιο
τους σκόρπιζε τη χαρά σ' όλη την πλατεία. Πάνω απ' τη βρύση κατά τα πρώτα χρόνια της
Τουρκοκρατίας εκεί μαζεύονταν οι
μπέηδες να πιουν τον καφέ τους και να γουργουλίσουν το
ναργιλέ τους.
Οι Τούρκοι, σαν λαός, είχαν τρία «κουσούρια». Το πρώτο, αγαπούσαν πάρα πολύ το νερό. Στην ψυχή του
πατέρα τους έφτιαχναν κι από μια βρύση
ή βρυσούλα, βάζοντας για σωλήνα μια κόρα, που πελεκούσαν απ' τους κορμούς των πλατανιών, όπου έβλεπαν πως
δάκρυζε η γη κοντά στον λάκκο και στις πλαγιές του βουνού. Έτσι όλος ο πάνω λάκκος ήταν γεμάτος
με βρύσες. Κάτω απ' το σπίτι του
Σερίφ δυο βρυσούλες είχαν το πιο κρύο νερό. Παραπάνω ο Ικίουλουκλης. Λίγα
μέτρα παραπάνω ήταν ο Ντεμίρ, η βρύση κάτω από μια συκιά. Πιο πάνω «ο ψηλός» και μια άλλη δίπλα απ' το μύλο του Μπουγιούκ. Όλες τις βρύσες οι
Έλληνες τις ονόμαζαν με μια λέξη
«Τα Κρύα Νερά».
Μια άλλη αδυναμία που 'χαν
οι Τούρκοι ήταν η θρησκεία τους. Κοντά στο τρίτο πάνω γεφύρι του χωριού
είχαν χτίσει το τζαμί τους, μ' ένα ψηλό μιναρέ μπροστά κι ένα κυπαρίσσι. Ο
Ιμάμης, Αλί το λέγανε οι Τούρκοι, φαφλιάρ' τον αποκαλούσαν οι Ρωμιοί, ανέβαινε
τρεις φορές τη μέρα στον μιναρέ και προ-σκαλούσε τους πιστούς με μια φωνή
λυπητερή που 'κανε πολλά τσακίσματα και κατέληγε σ' ευλαβή κατάνυξη. Τότε
έβγαιναν οι άντρες, γέροι οι περισσότεροι, σαν τα μυρμήγκια απ' τα σπίτια του
πάνω μαχαλά, δρομούσαν προς το τζαμί, έπλεναν καλά τα μούτρα τους, τα λαιμά
τους, τα πόδια τους κι έμπαιναν μέσα να προσευχηθούν στον Αλλάχ τους.
Και μια
άλλη αδυναμία είχαν οι Τούρκοι, την οποία επέτρεπε το Κοράνι τους. Είχαν από
δυο-τρεις γυναίκες, χαρέμι όπως το ‘λεγαν. Είχαν πόλεμο πάντα με τη Ρωσία και
υπηρετούσαν στο στρατό από δέκα και πλέον χρόνια. Οι πιότεροι δεν γύριζαν. Οι
γυναίκες περίσσευαν κι έπρεπε να 'χουν άντρα ν' αυξάνει το μιϊλετι τους για να
'χει η Αυτοκρατορία στρατιώτες, ασκέρι μεγάλο, να πολεμά τους ντουσμάνηδες.
Κατά τα άλλα οι Τούρκοι, ήταν ένας πράος
λαός. Ευθύς χωρίς μπαμπεσιές. Ντόμπρος, φιλόξενος, παρά τη φτώχια του. Με τους
Έλληνες της Ποδογόριανης μια χαρά περνούσαν.
Στο χώρο μπροστά απ' το τζαμί τους
ήταν και τα νεκροταφεία τους. Παλιά εκεί θάβανε τους νεκρούς τους. Τις γυναίκες
τις απαγόρευε το Κοράνι να μπουν σ' αυτό τον ιερό χώρο. Στην πάνω άκρα του νεκροταφείου είχαν χτίσει ένα δίπατο
σχολείο πολύ πιο μεγάλο απ' τις ανάγκες
τους. Τα κορίτσια τους δεν τα 'στελναν στο σχολείο. Ο Χότζας, ένας καλοντυμένος
και διαβασμένος Τούρκος, διάβαζε μόνο τ' αγόρια που πήγαιναν το πρωί μ' ένα
καλέμι και πλάκα μοναχά.
Οι γυναίκες, αυτό έλεγε το Κοράνι, να μην βγαίνουν στο
τσαρσί. Ν’ αποφεύγουν τη συνάντηση με ξένους άντρες στο διάβα τους. Γι’ αυτό
χρησιμοποιούσαν το λάκκο για μονοπάτι τους. Από κει πήγαιναν στα χωράφια κι από
εκεί γύριζαν φορώντας πάντα ένα τσεμπέρι
στο κεφάλι τους και κάλυπταν
έτσι το πρόσωπο το που μόνο τα μάτια τους
να φαίνονται. Το ίδιο έκαναν και
τα κοριτσόπουλα. Έπαιζαν στο δικό τους μαχαλά. Είχαν δικιά τους βρύση
που πήγαιναν για νερό. Είχαν κι αυτά
μια μικρή πλατεία μ’ ενα κυπαρίσσι στο κάτω μέρος. Εκεί έπαιζαν και
περνούσαν τα μικρά τους χρόνια. Μόλις λίγο
μεγάλωναν, στα δέκα τους χρόνια, γίνονταν «κοπέλες» κάλυπταν τα πρόσωπα τους,
συναναστρέφονταν μεταξύ τους και πήγαιναν στη δουλειά να βοηθήσουν τους
γονείς τους. Τ' αγόρια όμως έρχονταν κι έπαιζαν με τα
Ελληνόπουλα. Καμιά διάκριση. Χαρά
και παιδική ευτυχία βασίλευε στο χωριό. Οι Έλληνες πάλι είχαν το δικό τους σχολείο κατ'
απ' του Κουρή το σπίτι. Είχαν την εκκλησία τους, τον Άη - Γιώργη, που πήγαιναν κάθε Κυριακή ν' ακούσουν τον Παπά-Κωνσταντή
και να προσευχηθούν
στο Θεό να τους δίνει δύναμη και
κουράγιο ώσπου να 'ρθει η μέρα
του λυτρωμού.
Η Ποδογόριανη, δηλαδή το χωριό
που βρίσκονταν στους πρόποδες
του Βουνού, είχε ετότες 800 Έλληνες
κατοίκους και 300
Τούρκους."
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου