Παρασκευή 16 Δεκεμβρίου 2016

Το Ποδοχώρι των προσφύγων - Η αφορμή και ένα υστερόγραφο

Το κείμενο που ακολουθεί είναι και αυτό της Σοφίας Τσίγκου και απευθύνεται στην εφημερίδα στην οποία αρθρογραφεί από το 2009. Εξηγεί σε αυτό ποια ήταν η αφορμή για να γράψει το πρώτο της κείμενο. 

Τι ήταν αυτό που της προκάλεσε αυτόν τον ποταμό λέξεων και την έκρηξη συναισθημάτων, θα συμπληρώσουμε εμείς.
Ελπίζουμε να μας συγχωρέσει για την όποια παρέμβαση κάναμε στο κείμενο. Ας το διαβάσουμε με την καρδιά  μας. Χωρίς λόγια...

"Σεπτέμβρης του 2009 ήταν σαν ξεκίνησε το ταξίδι μου στις σελίδες της "ΜΝΗΜΗΣ", της εφημερίδας μας.
 Από μικρή έγραφα, έτσι σαν ανάγκη έκφρασης, μα σαν πήρα το πρώτο φύλ­λο της εφημερίδας  και είδα μέσα γραμμένο το κείμενο μου, ήταν σαν να έπαιρνα το μεγα­λύτερο δώρο καρδιάς, και δάκρυσα... Αφορμή για το πρώτο μου κείμενο η γνωριμία μου με τη Σμύρνη και τα παράλια της Μικράς Ασίας στην εκδρομή που έκανε ο Σύλλογος (Μικρασιατών Καβάλας) τον Ιούνη του 2009. 
Μια εκδρομή - εμπειρία ζωής, ειδικά την τελευταία νυχτιά, που περπατώντας στην πα­ραλία της Σμύρνης με τον άνεμο να ανακατεύει τα μαλλιά μας, την αλμύρα αυτής της θάλασσας που τόσο επώδυνα γεύτηκαν οι δικοί μας, να τραγουδάμε, να συγκινούμαστε, να αναζητού­με τις μνήμες και τις θύμησες, τις μυρωδιές του Ελληνισμού μέσα στην ξένη πια πόλη.
Κι έπειτα άρχισε η περιπλάνηση στα πολύ­χρωμα σοκάκια της μνήμης και της καρδιάς. Και ξανάγινα παιδί κι άκουγα τα τούρκικα της Καππαδόκισσας γιαγιάς μου, μπλεγμένη στα φουστάνια της να φτιάχνω τσουρέκια και κιοφτέδες και να πετάγομαι μαζί της στη γειτονιά σαν περνούσε ο παπλωματάς και ο γανωτής. Ξανακάθισα στο κατώφλι μας τα καλοκαιριάτικα δειλινά με τις γιαγιές της γειτονιάς κεντώντας και ακούγοντας τις ιστορίες τους. Τσουρουφλίστηκα από τις φωτιές του Αϊ Γιάννη του Κλήδονα, σκάλισα τα μπαούλα της, χάιδεψα τους κρεβατόγυρους, τα μιντέρια και το κέντημα με τον Εσταυρωμένο, τα φερ­μένα από την "Πατρίδα" της. Κι ένοιωσα τόσο ζωντανή την παρουσία της σαν να άγγιζα τα ροζιασμένα χέρια της με το ταπεινό δαχτυλίδι που της χάρισε ένα γειτονόπουλο Τουρκάκι, φεύγοντας από το χωριό της, τότε το 1924, δώ­δεκα χρονών κορίτσι. Μύρισα το πράσινο σα­πούνι πάνω της και την κανέλλα που τόσο της άρεσε να βάζει στα γλυκά της. Και κατάλαβα την πίκρα της για τον ξεριζωμό, το μεράκι και τη νοσταλγία της για κείνα τα χρόνια της αθω­ότητας, που άφησε το μικρό κομμάτι γης ανά­μεσα στα βράχια της Καππαδοκίας. Γέμισα θησαυρούς ανυπολόγιστους, γνώρισα τις ρίζες της καταγωγής μου, αυτές που κάποτε αδιάφορα προσπερνούσα, και ταξίδεψα στα λιμάνια και στις στεριές της δικής μας Ανατολής. 
Ταπεινό πανάκι στο κατάρτι της εφημερίδας, γνώρισα τα πλουμιστά λιμάνια της καταγωγής μου, μύρισα τα μπαχάρια από τα παζάρια της Πόλης, γεύτηκα τις νοστιμιές της Λωξάντρας, αγάπησα έναν τόπο που κυλάει στις φλέβες μου κι ας μη γεννήθηκα εκεί. "

Υστερόγραφο
Για καθαρά τεχνικούς και μόνο λόγους δεν συμπεριλήφθηκε στην αρχική δημοσίευση του άρθρου "Το Ποδοχώρι των Προσφύγων" ένα ευχαριστήριο της Σοφίας Τσίγκου, σε όσους την βοήθησαν παρέχοντας της το υλικό -μνήμης και καρδιάς- να γράψει αυτό το άρθρο. 
Μας έστειλε για τον σκοπό αυτό, το παρακάτω κείμενο, με την παράκληση να το προσθέσουμε στο τέλος του άρθρου της. Επειδή θεωρούμε ότι το ευχαριστήριο αυτό, μπορεί μεν να είναι συνέχεια του άρθρου, αλλά ταυτόχρονα είναι ένα αυτόνομο κείμενο, μια κατάθεση ψυχής, κρίναμε σκόπιμο να το δημοσιεύσουμε ξεχωριστά. 


ΕΥΧΑΡΙΣΤΗΡΙΟ

       Προσπαθείς να ξετυλίξεις το νήμα και να βρεις την αρχή του, εκείνη την πονεμένη αρχή της προσφυγιάς, και συνειδητοποιείς ότι άργησες πολύ και οι πρωταγωνιστές αυτής της ιστορίας έχουν φύγει. Κι όμως είχες πολλές ευκαιρίες εκείνα τα καλοκαίρια που μικρούλα μπούρλιαζες  τα καπνά μαζί τους και το νόμιζες παιχνίδι ή τότε που τα μεσημέρια καθόσουν κάτω από την κληματαριά με την γιαγιά Λοξάν και τον παππού Μωυσή και απολάμβανες το χάδι τους, προσπαθώντας να τους πείσεις να σε αφήσουν να πάς βόλτα το βράδυ στο πάνω δρόμο του χωριού που γινόταν το νυφοπάζαρο. Ή πάλι τότε που γινόσουν μούσκεμα στη γούρνα της αυλής τους, τάχα πισίνα, ενώ η γιαγιά Λοξάν φρόντιζε τους κατιφέδες, τα γεράνια και τα βασιλικά της ανθοστόλιστης αυλής της.  Ευτυχώς όμως κάποιοι ρωτούσαν ή άκουγαν εκείνες τις ιστορίες τους, που σαν τις έλεγαν σταλιά σταλιά το δάκρυ άνοιγε χαρακιές στο πρόσωπο  τους, και τις κατέθεσαν κεράκι στη μνήμη τους  κι έτσι ξετύλιξαν το νήμα του παρελθόντος.
    Ταπεινό πολύ το ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ μα βγαλμένο από καρδιάς για τις θείες μου Μαριγούλα Τσολακίδου, Άννα Γιαννοπούλου, Ντίνα Παπαδοπούλου, τον θείο μου Θανάση Τσολακίδη  και τα ξαδέλφια μου Σούλα και Κυριάκο Γκογκόπουλο, που με υπομονή με ανέχτηκαν και με βοήθησαν να υλοποιήσω το άρθρο μου. 
                                                                                                                                                                      ΤΣΙΓΚΟΥ ΣΟΦΙΑ

Από την μεριά μας θα θέλαμε να ευχαριστήσουμε όλους όσοι κοινοποίησαν την δημοσίευση, με αποτέλεσμα μέσα σε τρεις μόνο ημέρες να έχει περίπου 2400 αναγνώσεις , από την Δράμα και την Κομοτηνή μέχρι το Ναύπλιο και το Ηράκλειο και από την Κύπρο και την Βουλγαρία μέχρι την Σουηδία και την Αμερική.
Θέλουμε να πιστεύουμε ότι με το άρθρο αυτό έσβησε και το τελευταίο ίχνος της νοητής γραμμής που χώριζε το πάνω χωριό με τον ¨συνοικισμό".

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου