Πέμπτη 26 Δεκεμβρίου 2019

Παλαιοχριστιανική Βασιλική Ποδοχωρίου

Κατά την διάνοιξη αγροτικής οδού τον Ιούλιο του 1973 στην τοποθεσία Παλαιοκκλήσια, κοντά στην περιοχή Λεύκη της κοινότητας Ποδοχωρίου και σε απόσταση  100 μέτρων από την επαρχιακή οδό Ποδοχωρίου - Ακροποτάμου, ήλθαν στο φως τμήματα ενεπίγραφης επιτύμβιας πλάκας και αρχιτεκτονικά μέλη ως βάση κίονα, αμφικιονίσκος, κίονας και άλλο ένα τμήμα αμφικιονίσκου.

Το κείμενο της επιγραφής της επιτύμβιας πλάκας, το οποίο δεν μπορεί να διαβαστεί πλήρως γιατί λείπουν αρκετά τμήματά της, έχει ως εξής:
Ηρόδοτος [
νος εαυτώ κ[ αί τ]
ή συμβίω Δο[ μι]
τία και Γαΐω  κ[αί Μ]
άρκω  τ[οι]ς  τέκν [οις]
έζων  ε[κ] των ιζ[
ν εποίη[σ] ε[
ος πρε[ψ, ...
τις εποίη[
την στή[
ιδια Δομι[τία...                          
δότω θρεψ[

Οι εργασίες διάνοιξης της αγροτικής οδού διακόπηκαν αμέσως και μετά από λίγες ημέρες άρχισε ανασκαφική έρευνα. Η ανασκαφική έρευνα πραγματοποιήθηκε για δύο συνεχόμενες ανασκαφικές περιόδους, κατά τα έτη 1973 και 1974, με αποτέλεσμα την ανεύρεση μιας τρίκλιτης παλαιοχριστιανικής βασιλικής.

Η περιορισμένης έκτασης ανασκαφική έρευνα υποδεικνύει μια ελληνιστικού τύπου ξυλόστεγη τρίκλιτη δρομική βασιλική, χαρακτηριστικός  αρχιτεκτονικός τύπος εκκλησιαστικού κτιρίου διαμέσου του οποίου εκφράστηκε η χριστιανική θρησκεία στα πρώτα χρόνια  μετά την επικράτησή της.
Ο αρχιτεκτονικός τύπος αντιστοιχεί σε ορθογώνιο κτίριο που χωρίζεται κατά πλάτος σε ένα μεσαίο κλίτος και δύο ή περισσότερα στα πλάγια. Το μεσαίο κλίτος συνήθως πλατύτερο καταλήγει σε αψίδα που βλέπει στην ανατολή και εξέχει από τον κυρίως κορμό. Δικλινής στέγη καλύπτει το συνήθως υπερυψωμένο μεσαίο κλίτος και μονοκλινείς τα πλάγια, διαμορφώνοντας έτσι μια διάσπαση όγκων. Επιμήκης χώρος, ο νάρθηκας καταλαμβάνει την δυτική πλευρά, όπου και η κύρια είσοδος. Τετράπλευρη αυλή με στεγασμένες στοές, τοποθετημένη συνήθως στη δυτική πλευρά, το λεγόμενο αίθριο, και διάφορα προσκτίσματα για τις ειδικές λειτουργικές ανάγκες (βαπτιστήρια) συμπλήρωναν τον βασικό πυρήνα.
Η βασιλική του Ποδοχωρίου, που ανήκει στον συγκεκριμένο τύπο, συγκροτείται από το αίθριο, τον νάρθηκα, το κυρίως σώμα του ναού που χωρίζεται σε τρία κλίτη και την ημικυκλική αψίδα-κόγχη του Ιερού στα ανατολικά, η οποία εξέχει του ορθογώνιου σχήματος του ναού.
Από το αίθριο αποκαλύφθηκε μόνο η ανατολική στοά, η οποία επικοινωνούσε με τον νάρθηκα μέσω μιας σχετικά έκκεντρης θύρας. Ο νάρθηκας με εσωτερικό πλάτος 1,75 μ. επικοινωνεί με τον κυρίως ναό  μέσω τριών εισόδων, μία για κάθε κλίτος. Το μεσαίο κλίτος  με πλάτος 3,65 είναι σχεδόν διπλάσιο από τα πλάγια κλίτη, από τα οποία χωρίζεται με δύο κιονοστοιχίες από πέντε κίονες. Η κόγχη με διάμετρο 6,20 μ. έχει την κάτοψη ελαφρώς υπερυψωμένου κύκλου. Οι εσωτερικές διαστάσεις του ναού με τον νάρθηκα και χωρίς την κόγχη μετρούν 10,82 μήκος Χ 8,40 πλάτος.

Σπαράγματα κονιαμάτων με διάκοσμο, αλλά και μικρές γυάλινες ψηφίδες διάφορων χρωμάτων μαρτυρούν ψηφιδωτά και τοιχογραφικό εντοίχιο διάκοσμο.

Αξιόλογα ψηφιδωτά διακοσμούσαν και τα δάπεδα του ναού. Μέχρι στιγμής έχει αποκαλυφθεί το δάπεδο στον νάρθηκα, στο δυτικό τμήμα του κεντρικού κλίτους και τμήμα από το δάπεδο στο νότιο διαμέρισμα. Το ψηφιδωτό του νάρθηκα διαιρείται σε οκτώ διάχωρα που πλαισιώνονται από βαθμιδωτά τρίγωνα και κοσμούνται με ποικίλα θέματα: συνεχόμενο φολιδωτό θέμα, τετράγωνα που διαλύονται σε τρίγωνα, συμπλεκόμενα οκτάγωνα. Τρία διάχωρα σώθηκαν σχεδόν ακέραια, ενώ τα υπόλοιπα βρέθηκαν κατεστραμμένα με ίχνη καύσης.
Το υπόστρωμα του ψηφιδωτού ήταν κουρασάνι και είχε πάχος 0,20 μ.. Κάτω από το υπόστρωμα τα δύο νομίσματα που βρέθηκαν, το ένα κατεστραμμένο και το άλλο του Βαλεντιανού (375-392 μ.Χ.) καθορίζουν και το terminus post quem για την κατασκευή του ψηφιδωτού.
Μεταξύ των κυριοτέρων ευρημάτων είναι τμήματα διάτρητων θωρακίων, ιωνικό κιονόκρανο, η άνω απόληξη πεσσίσκου, που έχει  μορφή κουκουνάρας, κίονας διαστάσεων 1,90 χ 0,34 μ. πλήθος κεράμων, μισό τμήμα θωρακίου με ανάγλυφο σταυρό, που βρέθηκε στο χώρο του Ιερού του μικρού ναού και προφανώς χρησίμευε ως Αγία Τράπεζα, και η μαρμάρινη Αγία Τράπεζα της βασιλικής σπασμένη.




Η πιθανότερη αιτία καταστροφής υπήρξε η πυρκαγιά, γιατί όπως διαπιστώθηκε σε πολλά σημεία, όχι μόνο του ψηφιδωτού δαπέδου, αλλά και αλλού βρέθηκαν ίχνη πυρκαγιάς.

Συμπερασματικά στο κτίσμα διακρίνονται τρεις φάσεις:
Α' φάση:Η ίδρυση του ναού τοποθετείται στα τέλη του 4ου/αρχές 5ου αιώνα μ.Χ.
Β' φάση: Μια δεύτερη φάση παρουσιάζεται τον 6ο αιώνα. Η καταστροφή του ναού τοποθετείται  κατά πάσα πιθανότητα στα τέλη του 6ου και στις αρχές του 7ου αιώνα μ.Χ., ενώ τα έντονα ίχνη φωτιάς  ισχυροποιούν την άποψη ότι ο ναός καταστράφηκε  από πυρκαγιά.
Γ' φάση: Μετά την καταστροφή της βασιλικής, στο ανατολικό τμήμα  του κεντρικού κλίτους, μπροστά στη αψίδα της, κτίστηκε μικρό μονόκλιτο ναΰδριο, ενώ ο υπόλοιπος χώρο της βασιλικής χρησιμοποιήθηκε ως νεκροταφείο.
Το μικρό μονόκλιτο ναΰδριο εντός της βασιλικής
Η κοιλάδα που σχηματίζεται ανάμεσα στο Παγγαίο και το Σύμβολο ανήκε στην αρχαιότητα στην χώρα των Πιερέων και αποτελούσε το δυτικό όριο εξάπλωσης των αρχαίων θρακών.
Στην Ελληνιστική Εποχή η περιοχή μοιραζόταν ανάμεσα σε δύο σημαντικά αστικά κέντρα, την Αμφίπολη στα δυτικά και τους Φιλίππους στα ανατολικά.
Στην Ρωμαϊκή Εποχή η περιοχή του Ποδοχωρίου ανήκε πιθανότατα στην χώρα της ρωμαϊκής αποικίας των Φιλίππων. Οι Φίλιπποι  πρωτίστως και η Αμφίπολη δευτερευόντως κυριαρχούν ως κέντρα της νέας θρησκείας και γρήγορα κοσμούνται με μεγαλοπρεπείς ναούς. 
Την εξάρτηση της βασιλικής Ποδοχωρίου από την Αμφίπολη υποδηλώνει και η ομοιότητα της κάτοψης με την βασιλική Δ' της Αμφίπολης.
Οι εντοπισμένες μέχρι σήμερα παλαιοχριστιανικές βασιλικές στην περιοχή της Πιερίας κοιλάδας, βασιλική Ποδοχωρίου, βασιλική Κηπίων και βασιλική Ελευθερούπολης, καταλαμβάνουν τα δύο άκρα της, και από την άποψη αυτή παρουσιάζουν ενδιαφέρον, καθώς υποδηλώνουν την συνεχή χρήση της βασικής οδικής αρτηρίας που διέσχιζε από την αρχαιότητα την κοιλάδα, παρόλο που η διάσημη Εγνατία οδός που την παρέκαμπτε μετρούσε ήδη τέσσερις αιώνες ζωής. 

Βιβλιογραφία
1.Αραμπατζή Μ., Δαδάκη Σ. (2017). "Παλαιοχριστιανική Βασιλική Ποδοχωρίου". Πρακτικά 1ου Συνεδρίου Τοπικής Ιστορίας. Δήμος Παγγαίου. 304-315.
2. Αρχαιολογικό Δελτιον 29(1973-74): ΧΡΟΝΙΚΑ, 838-841.