Κυριακή 21 Οκτωβρίου 2018

Η Ποδογόριανη κατά την βουλγάρικη κατοχή 1916-1918. Το χρονικό της καταστροφής

Βουλγάρικος στρατός κατοχής

Για να παρακολουθήσετε την εισήγηση ( μετά το 1:04:30) στο 2ο Συνέδριο Τοπικής Ιστορίας Παγγαίου αντιγράψτε τον παρακάτω  σύνδεσμο :

https://www.youtube.com/watch?v=JLLZWJbQ3n4&app=desktop


Για να δείτε την παρουσίαση (PowerPoint), με περισσότερο φωτογραφικό υλικό και στοιχεία,  που συνόδευε την εισήγηση πατήστε εδώ.


Ποδογόριανη

Η Ποδογόργιανη (σημερινό Ποδοχώρι) το 1916 ήταν μια ευημερούσα κοινότητα, κυρίως λόγω της παραγωγής του καπνού, των δημητριακών  και    της πλούσιας κτηνοτροφίας της.

Εβδομήντα  χρόνια νωρίτερα, το 1847, είχε αναγείρει με δαπάνες των κατοίκων της τον πέτρινο μεταβυζαντινό  ναό του Αγίου Γεωργίου. To  1882 ολοκληρώνεται με την ανέγερση και του καμπαναριού ύψους 14 μέτρων.
Στα 1900  σύμφωνα με τον  Γεώργιο Χατζηκυριάκου,  στην Ποδογόριανη «ζη ελληνορθόδοξος εξ υπερεκατόν οικογενειών  κοινότης» με «νεόδμητον αρρεναγωγείον». 
Παρόλο που στην περιοχή δεν υπάρχουν εγκατεστημένοι Βούλγαροι, οι κάτοικοι του συμμετέχουν στον Μακεδονικό αγώνα και στο χωριό δημιουργείται   οργάνωση 16 ατόμων. 

Τον Οκτώβριο του 1912, το χωριό κατελήφθη για πρώτη φορά από τους Βούλγαρους. Οι περισσότεροι κάτοικοι της Ποδογόριανης  έφυγαν τότε στο Σταυρό Θεσσαλονίκης πέρα από τον Στρυμόνα. Εκεί άφησαν 40 νεκρούς από χολέρα.

Το 1916, τρία χρόνια μετά την απελευθέρωση,  ήταν μεικτό χωριό με δυο κοινότητες, με πάρεδρο και μουχτάρη, Σχολή Δημοτική και Ιπτιδαϊέ,  εκκλησία και τζαμί, και είχε πληθυσμό 1040 κατοίκων,  από τους οποίους οι 760  ήταν Έλληνες χριστιανοί και οι  280  Οθωμανοί τούρκοι.

Εισβολή και Κατοχή

Δεν είναι της παρούσης εργασίας να αναφερθούμε στα αίτια της κατάληψης της περιοχής  από τους Βούλγαρους. Πρέπει όμως να αναφερθεί ότι οι Βούλγαροι ως σύμμαχοι των Γερμανών, κατέλαβαν αναίμακτα την περιοχή της Ανατολικής Μακεδονίας, με την άδεια της Ελληνικής Κυβέρνησης,  χωρίς καν να υπάρχει εμπόλεμη κατάσταση μεταξύ τους.
Οι Βούλγαροι μπήκαν στην Ποδογόριανη στις 11 Αυγούστου του 1916, διακηρύσσοντας  ότι οι κάτοικοι της δεν είχαν να φοβηθούν τίποτε.
       Γρήγορα όμως επιδόθηκαν σε ληστείες,  κακοποιήσεις, επιτάξεις ζώων και κατασχέσεις σοδειών. Έκαναν επίσης συστηματικές έρευνες στα σπίτια για να ανακαλύψουν κρυμμένα τρόφιμα.
Τον βουλγάρικο στρατό ακολουθούσαν βούλγαροι κομιτατζήδες που δρούσαν ανεξέλεγκτα.   Οι κάτοικοι ζήτησαν  προστασία από τις επίσημες αρχές κατοχής. Ένας αξιωματικός τους  υποσχέθηκε να το κάνει αν του έδιναν 500 δραχμές. Οι περιπολίες που οργάνωσε στην αρχή πήγαιναν καλά, αλλά αργότερα άρχισαν πάλι να πιέζουν τους κατοίκους και να τους ζητούν  χρήματα.

Τα ξημερώματα της 30ης Αυγούστου του 1916 φτάνουν στην Ποδογόριανη εβδομήντα οικογένειες προσφύγων από την Κάριανη, οι οποίοι το προηγούμενο βράδυ είχαν πάρει διαταγή να εκκενώσουν το χωριό τους,  με το πρόσχημα ότι   βρίσκεται στη πρώτη γραμμή του μετώπου.
Στις 25 Σεπτεμβρίου, με εντολή του Tingoff,  διοικητή του 38ου Συντάγματος της 13ης Μεραρχίας, συλλαμβάνουν   προεστούς και σημαίνοντα πρόσωπα της Ποδογόριανης και τους μεταφέρουν στην Μουσθένη. Τους κράτησαν στη φυλακή τρεις μέρες και τους απελευθέρωσαν, αφού πλήρωσαν τα  χρήματα που τους ζητούσαν.

Στις 28  Σεπτεμβρίου 1916 αποφασίζεται ο αφοπλισμός των κατοίκων. Με διαταγή πάλι του Tingoff, συγκεντρώνονται στο Δημοτικό Σχολείο όλοι οι άνδρες του χωριού, από 15 μέχρι 70 ετών.  Τους δέρνουν με μαστίγια και  μαγκούρες και τους χτυπούν  με ξιφολόγχες για να τους αναγκάσουν να  φανερώσουν τα  κρυμμένα  όπλα. Οι κραυγές τους ακούγονται σ’ όλο το χωριό. Οι πιο εύποροι γλυτώνουν  τον ξυλοδαρμό πληρώνοντας. Οι Γιάννης Χαριζάνης, Γιάννης Γιαννακούδης και Γεώργιος Κίσσας  δεν αντέχουν τα βασανιστήρια και υποκύπτουν. Είναι  οι πρώτοι νεκροί του χωριού.

Οι Βούλγαροι αποχωρούν το βράδυ από το χωριό , παίρνοντας μαζί τους αρκετά ζώα  και  χρήματα,  τόσο  από τους κατοίκους όσο και από το ταμείο της κοινότητας.

Την 1η Οκτωβρίου 1916 το ίδιο σκηνικό επαναλαμβάνεται και στην Μουσθένη. Εκεί, ο διοικητής Detchoff τους απειλεί  ότι, εάν  δεν παραδώσουν τα όπλα μέσα σε μια ώρα, έχει διαταγές να καταστρέψει το χωριό, όπως έκανε και στην Ποδογόριανη.

Αρχές Οκτώβρη, μεταφέρονται  στο Επαρχείο Ελευθερούπολης   ο ιερέας και ο δήμαρχος του χωριού σε άθλια κατάσταση, εξαιτίας των ξυλοδαρμών. Εκεί ρίχνονται  στην φυλακή,  μπροστά  στα πόδια ογδόντα φυλακισμένων κατοίκων της Ελευθερούπολης. Αυτοί  ακούγοντας τις περιγραφές τους για τις βιαιότητες των βουλγάρων, καταλειφθήκαν από  φόβο και αποφάσισαν  να    εξαγοράσουν την ελευθερία τους με χρήματα.

Στις 5 Οκτωβρίου,   οι κάτοικοι της Ποδογόριανης και οι προσφυγικές οικογένειες από την Κάριανη διατάσσονται  να  εκκενώσουν το χωριό και να μεταβούν στην Ελευθερούπολη .
Στην Ελευθερούπολη, δεν τους επιτρέπεται  η είσοδος  και  αναγκάζονται να καταφύγουν στο βουνό που είναι κοντά στην πόλη, όπου και παρέμειναν όλη την νύχτα.  Κομιτατζήδες και  Βούλγαροι στρατιώτες τους επιτέθηκαν  και έσφαξαν περισσότερα από 15 άτομα. Την επομένη, τους δόθηκε η άδεια να μπουν στην πόλη, αλλά πήραν εκ νέου διαταγή να επιστρέψουν το χωριό τους,  όπου  βρήκαν τα σπίτια τους λεηλατημένα.

Ο έπαρχος της Ελευθερούπολης  Τίτος Γιαλούρης σε  αναφορά του προς  τον  Υπουργό των Εσωτερικών, αντιπρόσωπο της Κυβερνήσεως στην Ανατολική Μακεδονία, δίνει μία διαφορετική εκδοχή για τα γεγονότα: «…Οι Τούρκοι κάτοικοι του χωριού Ποδογόριανης, όπου ο πληθυσμός ήταν μεικτός, καταδίωξαν από τα σπίτια τους Έλληνες συγχωριανούς τους και τους υποχρέωσαν να εγκαταλείψουν το χωριό μια νύχτα του Οκτωβρίου, που έβρεχε καταρρακτωδώς. Ύστερα από μια πορεία 7–8 ωρών μέσα από τα βουνά,  έφτασαν μπροστά στην Ελευθερούπολη, με δάκρυα στα μάτια».

Το πιο πιθανό είναι  οι Βούλγαροι να έδωσαν την διαταγή εκκένωσης και οι Τούρκοι να την εκτέλεσαν με σκοπό να οικειοποιηθούν περιουσίες των Ελλήνων.

Στις 6 Οκτωβρίου 1916,  ο  παπα-Γιώργης ,  μαζί με άλλους 23 άνδρες του χωριού εξορίζεται στην Βουλγαρία: Σόφια, Bani-Hissar, και μετά στο Haskovo, όπου κρατήθηκαν ως όμηροι δεκαεννέα μήνες.Οι όμηροι έμειναν γνωστοί και ως ντουρντουβάκια. Η λέξη αποτελεί ελληνοποιημένη παραφθορά της βουλγάρικης λέξης (трудови  войckи - τρούντοβι βόιτσκι)   για τα τάγματα εργασίας ή (трудови  войник - τρούντοβι βόινικ) για τον φαντάρο αγγαρείας.

Συλλαμβάνουν επίσης και  περνούν από δίκη με την κατηγορία της κατασκοπίας όσους θεωρούν  Βενιζελικούς.
Την άνοιξη του 1917 o Μιχάλης Παπακωνσταντίνου συλλαμβάνεται  και οδηγείται   στη Δράμα, όπου παρέμεινε 11 μήνες φυλακή με ελάχιστη  τροφή, ψωμί και λάχανα. Στη Δράμα ήταν μαζί με άλλους τέσσερις κατοίκους της Ποδογόριανης. Οι  τρείς πέθαναν στην φυλακή. Στην Δράμα μεταφέρεται και ο  Περικλής Καράμπελας,  αλλά  υποκύπτει  από τα βασανιστήρια πριν ακόμη δικαστεί.
  
Μετά την είσοδο της Ελλάδας στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ, τον Ιούνιο του 1917,    η κατάσταση επιδεινώθηκε με μαζικούς εκτοπισμούς στην Βουλγαρία.

Όμηροι

Τον ίδιο μήνα  συγκεντρώνουν  150 άνδρες ηλικίας 15 – 60 ετών και τους εξορίζουν  στη Soumla, από εκεί  στο Carnabat για να καταλήξουν στο Kitchevo. Η τροφή τους αποτελείται  από ένα ξερό κομμάτι ψωμί και από μια σούπα με φασόλια. Εκεί βρίσκονται 15.000 Έλληνες και 12.000 Σέρβοι όμηροι. Ανάμεσα τους 850 κάτοικοι της Ποδογόριανης, της Μεσορόπης,  της Μουσθένης και της  Ελευθερούπολης.
Εργάζονται στην κατασκευή σιδηροδρομικής γραμμής. Ακόμη και οι άρρωστοι όμηροι υποχρεώνονται να εργαστούν κανονικά, κάτω από την απειλή τιμωρίας. Οι δύσκολες συνθήκες διαβίωσης, οι ξυλοδαρμοί και οι επιδημίες,  είχαν σαν αποτέλεσμα τον θάνατο  πολλών ομήρων.
Τον Ιούλιο και τον  Οκτώβριο του 1917 μεταφέρονται και άλλοι άνδρες του χωριού  στην Βουλγαρία.
Όσοι έχουν χρήματα  εξαγοράζουν την ελευθερία τους και  εργάζονται σε επιχειρήσεις ή σε οικογένειες βουλγάρων.
Στα δύο χρόνια της κατοχής εξορίστηκαν συνολικά 290 άνδρες του χωριού. Από αυτούς μόνο οι 170 γύρισαν ζωντανοί.

Όμηροι επιστρέφουν από την Βουλγαρία 

Βιασμοί

Και ενώ οι άνδρες  του χωριού βρίσκονται στις φυλακές, στην εξορία ή έχουν βρει  βίαιο θάνατο, οι γυναίκες είναι μόνες τους και ανυπεράσπιστες.
Σχεδόν ένα μήνα μετά την είσοδο τους στο χωριό, οι βούλγαροι επιδίδονται σε βιασμούς.  Οι βιασμοί είναι συχνά ομαδικοί. Σε αυτούς συμμετέχουν απλοί στρατιώτες, αξιωματικοί, ακόμη και ο στρατιωτικός τους   γιατρός.  Οι βιασμοί γίνονται μπροστά στα μάτια των γονιών ή στην καλύτερη περίπτωση στο διπλανό δωμάτιο και πάντα υπό την απειλή των όπλων. Όσοι προσπαθούν να αντιδράσουν χτυπιούνται βίαια.
Σε τριάντα περίπου γυναίκες και δώδεκα νεαρά  κορίτσια υπολογίζεται ο αριθμός όσων  έχουν υποστεί βιασμούς.

Ο ρόλος των Τούρκων

Από τον Οκτώβριο του 1916 μέχρι τον Ιούνιο του 1917, η 58η Τούρκικη μεραρχία κατέλαβε επίσης την περιοχή.
Υπάρχουν αρκετές μαρτυρίες ότι τούρκοι στρατιώτες, αλλά και τούρκοι κάτοικοι της Ποδογόριανης συντάσσονται με του Βούλγαρους, καταδίδουν, εκβιάζουν, λεηλατούν, συμμετέχουν σε ξυλοδαρμούς ή τους συνοδεύουν σε βιασμούς γυναικών.
Οι Τούρκοι κάτοικοι υπέφεραν και αυτοί, αλλά σε γενικές γραμμές η κατοχή για  αυτούς είχε λιγότερες συνέπειες.

Οχυρωματικά Έργα

Κατά την διάρκεια της δίχρονης κατοχής οι Βούλγαροι  φτιάχνουν  στην παράκτια περιοχή του κόλπου του Ορφανού οχυρωματικά έργα.
Άνδρες, γυναίκες και δεκάχρονα παιδιά στέλνονται στο Ορφάνι, στο Dede-Balie (Γαληψώς), στο Sarli (Κοκκινοχώρι), ακόμη και στις Ελευθερές  να δουλέψουν στις αγγαρείες. Όσους  δεν αποδίδουν στη εργασία τους, τους   χτυπούν βίαια. Κάποιοι πεθαίνουν επί τόπου, άλλοι μένουν ανάπηροι.
Κατά τη διάρκεια των τελευταίων μηνών κατοχής δεν ήταν απαραίτητο οι Βούλγαροι να αγγαρεύουν τους εργάτες. Για τις γυναίκες και τα παιδιά ήταν ο μόνος τρόπος να εξασφαλίσουν ένα κομμάτι ψωμί και πήγαιναν στην αγγαρεία εθελοντικά.

Καρόδρομος

Ένα άγνωστο  σε πολλούς συγκοινωνιακό και αμυντικό   έργο των Βουλγάρων, που κατασκευάστηκε με τον ιδρώτα και το αίμα των κατοίκων της περιοχής,  είναι ο καρόδρομος πάνω από το Παγγαίο,  που ένωνε την Ποδογόριανη με το Ροδολίβος, μήκους 16 περίπου χιλιομέτρων. Από αφηγήσεις ηλικιωμένων γνωρίζουμε ότι στον καρόδρομο  εργάστηκαν πολλοί κάτοικοι του χωριού και της γύρω περιοχής, κυρίως γυναίκες. Τα ίχνη αυτού του δρόμου  είναι ακόμη και σήμερα ορατά σε πολλά σημεία.
Δυστυχώς δεν υπάρχουν γραπτές μαρτυρίες.


Η  μόνη αναφορά που υπάρχει είναι αυτή του τότε Δήμαρχου  Μουσθένης, ότι τον Πέτρο Μάλαμα, 70 ετών,  από την Μουσθένη,  τον πήραν για αγγαρεία στην κορυφή του βουνού της Ποδογόριανης και  τον σκότωσαν εκεί με ξιφολόγχη.

Στην μέση της διαδρομής, στην δυτική κορυφή «Ίχνος» του Παγγαίου, και σε υψόμετρο 1300 μ., υπάρχει ημιτελές βουλγάρικο  όρυγμα,  μήκους  70 μέτρων και βάθους 4. Οι κάτοικοι του Ποδοχωρίου ακόμη και σήμερα την   κορυφή αυτή την ονομάζουν «Κανόνι».

Οι Βούλγαροι είχαν τοποθετήσει κανόνι, το οποίο  μετέφεραν τμηματικά πάνω σε βοϊδάμαξες, όπως επίσης και κασόνια με οβίδες. Δεν είναι γνωστό αν πρόλαβαν να το χρησιμοποιήσουν.
Από εκεί ψηλά μπορούσαν να ελέγχουν τον κόλπο του Ορφανού, την δυτική πλευρά του Στρυμόνα και το δυτικό άκρο της Πιερίας κοιλάδας.

Πείνα

Οι Βούλγαροι από τις πρώτες ημέρες της κατοχής ,όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, προχώρησαν στην κατάσχεση όλης της παραγωγής και των τροφίμων. Οι κάτοικοι  δεν κράτησαν  για δικές του προμήθειες παρά μόνο μια μικρή ποσότητα σιτηρών.
Η βουλγάρικη διοίκηση επέταξε όλα τα μεταφορικά ζώα, τα ζώα  άροσης και τα κατοικίδια και δεν τα επέστρεψε ποτέ.
Σε όλο το διάστημα της κατοχής οι Βούλγαροι  απαγόρευσαν αυστηρά την έξοδο από το χωριό. Κάθε δύο μέρες  χορηγούσαν μόνο 70 δράμια καλαμποκίσιο ψωμί ανά κάτοικο.
    Οι κάτοικοι πεινασμένοι  και στα όρια της λιμοκτονίας, έτρωγαν νεκρά ζώα, σκύλους, γάτες, χελώνες,  σκαντζόχοιρους, φίδια, και χόρτα . Πουλούσαν ότι είχαν για να προμηθευτούν λίγο ψωμί σε υπέρογκες τιμές.
Ακόμη και  αυτά όμως δεν  ήταν αρκετά και ο κόσμος άρχισε να πεθαίνει από την πείνα.

Συνέπειες 

Συνέπεια όλων των παραπάνω ήταν στο τέλος της κατοχής ο πληθυσμός της Ποδογόριανης να μειωθεί δραματικά. Από τους 760 Έλληνες απέμειναν περίπου 410- 430. Οι μαρτυρίες ποικίλουν. Υπάρχει ένα έλλειμμα 330 - 350 κατοίκων. Συνολικά από την πείνα και  τις δολοφονίες έχασαν την ζωή τους  περίπου 200- 240 κάτοικοι. Από αυτούς οι  37 πέθαναν από βίαιο θάνατο, ενώ άλλοι 120 πέθαναν στην εξορία.

Από τα  137 ελληνικά σπίτια, τα 77 κατεδαφίστηκαν, ενώ λεηλατήθηκαν όλα, χωρίς καμία εξαίρεση. Τα τουρκικά σπίτια δεν πειράχτηκαν καθόλου.

Η κτηνοτροφία εξαφανίστηκε ολοσχερώς. Από τα 6.000 αιγοπρόβατα, τα 610 βοοειδή και τα 300 μουλάρια, άλογα και γαϊδούρια,  που υπήρχαν στο χωριό, δεν απέμειναν παρά μόνο 50 πρόβατα, 13 γαϊδούρια  και  2 βόδια.

Μετά την κατοχή

Στις 21 Σεπτεμβρίου του  1918 το 5/42 Σύνταγμα Ευζώνων  διετάχθη να προελάσει  «τάχιστα» προς την Καβάλα. Η προέλαση έγινε μέσω της κοιλάδας της Μουσθένης και παντού συναντούσε την καταστροφή και την ερήμωση. Ο ίδιος ο Νικόλαος Πλαστήρας, αναφέρει στην βιογραφία του: «Ερείπια φρικτά οι άνθρωποι, σκιαί μάλλον, ως επί το πλείστον γυναικόπαιδα».

Στις 29 Σεπτεμβρίου 1918 η Βουλγαρία συνθηκολόγησε  και η κατοχή έληξε.

 Τον Νοέμβριο του 1918 επιτροπή βοήθειας του  Αμερικανικού Ερυθρού Σταυρού   εγκαθίσταται στην Καβάλα.
Η επιτροπή έδωσε ιδιαίτερη προσοχή στην ορεινή περιοχή του Παγγαίου, όπου υπήρξαν και οι μεγαλύτερες καταστροφές.

Ένας  σταθμός  παροχής βοήθειας  δημιουργήθηκε  στην Μουσθένη. Η διανομή βοήθειας άρχισε στις 15 Φεβρουαρίου του ’19 και περιελάμβανε αλεύρι,  ζάχαρη, φακές, λαρδί, μπέικον, σταφίδες, κουτιά γάλα,  πλάκες  σαπουνιού, ρούχα  και κουβέρτες.
Εξακόσιοι δέκα έξι κάτοικοι της Ποδογόριανης έλαβαν επισιτιστική βοήθεια.
Παράλληλα  λειτούργησε ιατρείο όπου στρατιωτικοί γιατροί παρείχαν δωρεάν φάρμακα και ιατρική φροντίδα.

Ο Barry  Grosvenor  Υπολοχαγός του Α.Ε. Σταυρού αναφέρει στην έκθεση του:
«Δεν υπήρχε τίποτε απολύτως για αυτούς τους ανθρώπους να κάνουν κατά τη διάρκεια του χειμώνα (του 1918), λόγω του γεγονότος ότι δεν υπήρχε ζωικό κεφάλαιο, ούτε ήταν σε θέση να καλλιεργήσουν τα χωράφια τους.»
Και συνεχίζει: «…δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι εκατοντάδες από αυτούς τους ανθρώπους θα είχαν πεθάνει από την πείνα, αν δεν δινόταν αυτή η βοήθεια, καθώς δεν υπήρχε -  και εδώ  είναι η τραγική ειρωνεία -  ακόμη και αυτή η πενιχρή βουλγάρικη  σούπα και  το ψωμί».
 Η ελληνική κυβέρνηση έστειλε  την άνοιξη του ’19 στο Παγγαίο ένα μεγάλο αριθμό ζώων.  Οι αγρότες επίσης δανείστηκαν  το σιτάρι και άλλα δημητριακά,  για να τα σπείρουν  άμεσα.

Επίλογος

Στις 28 Φεβρουαρίου του 1919, διασυμμαχική επιτροπή, αποτελούμενη από εκπροσώπους του Βελγίου, της Γαλλίας της Μ. Βρετανίας και της Σερβίας διενέργησε ανακρίσεις στο Πράβι (Ελευθερούπολη), ενώ  στις 8 Μαρτίου μετέβη στην Ποδογόριανη. Στην επιτροπή κατέθεσαν 21 κάτοικοι του χωριού.

Ο Τούρκος Souleiman Feizoula, 60 χρονών, κάτοικος  της Ποδογόριανης αναφέρει  στην μαρτυρία του: « Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι σκοπός  των Βουλγάρων ήταν ο θάνατος όλων των κατοίκων του χωριού».


 Το 1920 το υπουργείο εξωτερικών της Ελλάδας συνέταξε κατάλογο βουλγάρων κατηγορουμένων και τους ζήτησε,  για να δικαστούν στην Ελλάδα. Ανάμεσά τους και ο διοικητής Tingoff,   ο οποίος κατηγορήθηκε για  βιασμό, ληστεία, λεηλασία,  και κακομεταχείριση  των κατοίκων της Ποδογόριανης.
 Δυστυχώς οι βούλγαροι εγκληματίες πολέμου δεν δικάστηκαν ποτέ.

Δεν ήταν όμως  μόνο η Ποδογόριανη που υπέφερε τόσο. Αναλόγου μεγέθους  καταστροφές υπέστησαν και τα άλλα ελληνικά χωριά της γύρω περιοχής: η Φτέρη, η Μπόμπλιανη (σημ. Ακροπόταμος), η Κάριανη, το Ορφάνι, η Μεσορόπη και η Μουσθένη. Η Κάριανη και το Ορφάνι καταστράφηκαν ολοκληρωτικά. Η Φτέρη δεν κατοικήθηκε ποτέ ξανά από τότε.