Πέμπτη 7 Μαΐου 2020

"Η καρδιά της μάνας" , του Βασίλη Ηλιάδη*



Ένα σχόλιο, στο χρονολόγιό του στο Facebook, για την γιορτή της μητέρας ξεκίνησε να γράψει ο Βασίλης Ηλιάδης και κατέληξε σε μια κατάθεση ψυχής. Όχι μόνο της δικής του, αλλά της συλλογικής ψυχής των προσφύγων.
Αν και η μάνα είναι το κυρίαρχο πρόσωπο του κειμένου, η γραφή του ταξιδεύει στην οικογένεια του, στον χρόνο, σε μέρη που έζησε και για μέρη που άκουσε, και μέσω των αναμνήσεων του μας προσφέρει ένα κείμενο συγκινησιακά φορτισμένο.
Θα μπορούσαμε να του δώσουμε και τον τίτλο "Το Ποδοχώρι των προσφύγων-Μέρος δεύτερο". Αλλά έχουν οι πρόσφυγες τόπο? Μπορεί κάποιος να προσδιορίσει μέσα από το κείμενο, ποιος είναι ο τόπος τους? Εκεί που βρίσκονται οι ρίζες τους? Εκεί που γεννήθηκαν? Εκεί που μεγάλωσαν? Εκεί που ταξιδεύει η μνήμη τους ή εκεί που πονά η καρδιά τους?
Δημοσιεύουμε σήμερα το κείμενο του, γιατί θεωρούμε ότι ανήκει και αφορά και σε εμάς, στο χωριό μας, έστω για το κομμάτι της ιστορίας που μας αναλογεί.
Το αρχικό κείμενο συμπληρώθηκε με τα ονόματα των προσώπων, τους τόπους και τις χρονολογίες, για να έχουμε μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα.
                 

"Η παγκόσμια ημέρα της μητέρας ή αλλιώς "Γιορτή της μητέρας", είναι η ημέρα αφιερωμένη στις γυναίκες που μας έφεραν στη ζωή. Είναι κινητή και γιορτάζεται την δεύτερη Κυριακή του Μάη.
Σήμερα ταξίδεψα στο παρελθόν, θυμήθηκα την μάνα μου, την μάνα της μάνας μου, την μάνα του πατέρα μου και την μάνα της.
Προγονικά, φιγούρες εξιδανικευμένες. Άνθρωποι απλοί, αγράμματοι, αλλά με κοινωνική μόρφωση και πλούσια αισθήματα.
Η οικογένεια μου ζούσε με τον παππού Βασίλη Ηλιάδη και την γιαγιά Αναστασία στο Αιγάλεω. Το καλοκαίρι, η οικογένειά μου έκανε διακοπές στον Πλατανότοπο Καβάλας, με τον άλλο τον παππού, τον Θεμιστοκλή Ζαρίφογλου και την γιαγιά Σουλτάνα. Παντού και πάντα τριγύρω μου άνθρωποι που μ’ αγαπούσαν πολύ!
Οι γονείς της μητέρας μου στον Πλατανότοπο, πρόσφυγες από την Ανατολική Θράκη, βρέθηκαν στην Ανατολική Μακεδονία, σε ένα τόπο ήρεμο και γλυκό, όπως ήταν και η ζωή τους. 
Οι γονείς του πατέρα μου, πρόσφυγες από την Μικρά Ασία. Πειραιάς, Θεσσαλονίκη, Καβάλα, Ποδογόριανη. 
Και αργότερα το 1953, εσωτερικοί μετανάστες στην Αθήνα. Σε άγουρη ηλικία, ορφανοί, βρέθηκαν σε περιβάλλοντα δύσκολα και πολλές φορές αφιλόξενα, αναγκάστηκαν να παλέψουν για να κερδίσουν την ζωή τους κι έτσι γράμματα δεν έμαθαν. Ο παππούς Θεμιστοκλής, που ζούσε στον Πλατανότοπο, με θρησκευτική ευλάβεια κάθε βράδυ άκουγε τα νέα στο ραδιόφωνο.Τηλεόραση δεν υπήρχε. 
Η οικογένεια Ηλιάδη στο Αιγάλεω το 1969. 
Από αριστερά παππούς, γιαγιά, θεία, μητέρα, θείος, 
ο μικρός Θεμιστοκλής και σε πρώτο πλάνο ο εξάχρονος Βασίλης 
Ο παππούς Βασίλης, που ζούσε στην Αθήνα, παρά το ότι δεν πήγε σχολείο, διάβαζε καθημερινά. Αυτό που λέμε “ξεκοκάλιζε” την εφημερίδα του, αλλά και βιβλία ιστορικά, που του άρεσαν.
Τα παιδιά τους, οι γονείς μου, Ιορδάνης Ηλιάδης και Ζωή Ζαρίφογλου, παιδιά της κατοχής. Γράμματα λίγα κι αυτοί, του Δημοτικού. Εγώ είχα το όνομα του παππού από το Ποδοχώρι και ο μικρός αδελφός μου ο Θέμης, είχε το όνομα του παππού από τον Πλατανότοπο.
Η προγιαγιά, η “μανιά”, όπως την λέγαμε, ο παππούς, η γιαγιά, ο πατέρας, η μητέρα, εγώ κι ο αδελφός μου ο ζούσαμε όλοι μαζί. Ζούσαμε σε οικογένεια που,  αργότερα έμαθα, ότι η κοινωνιολογία ονομάζει “εκτεταμένη μορφή οικογένειας”. Η κλασική εκτεταμένη οικογένεια συχνά αποκαλείται και “οικογένεια τριών ή τεσσάρων γενεών”. Η εκτεταμένη οικογένεια αποτελεί μια συνεργατική ομάδα, στην οποία ανήκει από κοινού κάθε σημαντικό περιουσιακό στοιχείο, και  αρχηγός της οικογένειας είναι ο διαχειριστής της περιουσίας και όχι απαραίτητα ο ιδιοκτήτης της.
Καθώς συχνά οι ανάγκες του ατόμου ταυτίζονται με τις ανάγκες του συνόλου σε αυτή την μορφή οικογένειας, το άτομο οφείλει να θέτει το συμφέρον του συνόλου, ως ανώτερο και σημαντικότερο από τα προσωπικά του "θέλω". Το άτομο πρέπει να είναι αφοσιωμένο στη οικογένεια του, ενώ όλα τα μέλη της είναι υπεύθυνα για τις πράξεις και τη συμπεριφορά οποιουδήποτε άλλου μέλους της οικογένειας. Αυτό με απλά λόγια σημαίνει ότι, για κάθε τι που αφορούσε οποιονδήποτε στην οικογένεια, πρώτα μιλούσαν “οι παππούδες” και μετά οι γονείς. Φυσικά τα παιδιά δεν προλάβαιναν -δεν είχαν λόγο-, μέχρι την εφηβεία τουλάχιστον, την εποχή της “επανάστασής τους”.
Δύσκολοι καιροί για πρίγκιπες. Η αγάπη όμως ξεχείλιζε. "Ογλούμ" ο παππούς, "τζιέρι μ’" η γιαγιά, "αγόρι μου" ο πατέρας, "παιδάκι μου" η μάνα!
Στις μεγάλες παρέες που μαζευόμασταν θείοι, θείες, ξαδέλφια, κουμπάροι, γείτονες, συγχωριανοί, άνοιγαν κουβέντες και διηγιόντουσαν ιστορίες από το παρελθόν, από τον τόπο τους, από το χωριό.
Ο τόπος καταγωγής, "η ρίζα", όνειρο χαμένο. Η γλώσσα, η τούρκικη, ζωντανή, με αυτήν μιλούσαν μεταξύ τους και γυρνούσαν νοερά  στον τόπο τους. Αγαπημένα τους φαγητά, αυτά που είχαν αγαπήσει στο παρελθόν. Φτιάχνοντας τα, έκαναν το παρελθόν να ζωντανεύει. Μυρωδιές και γεύσεις από άλλο τόπο και χρόνο, αλλά αξεπέραστες! Συνήθως με ουζάκι. 
Μετά ιστορίες από το χωριό, το Ποδοχώρι στην Μακεδονία. Ιστορίες της κατοχής απ’ τους Βουλγάρους, ιστορίες με αντάρτες. Ιστορίες με κυνήγι χαμένων θησαυρών, από χρυσοθήρες στο Παγγαίο και αρχαιοκάπηλους στη Μακεδονική γη. Ιστορίες με γλέντια στα καφενεία του χωριού και τα πανηγύρια. Παροιμίες και αινίγματα, πειράγματα και σόκιν ανέκδοτα.
Δεν ήξεραν ποιήματα.Ένα μόνο μου είχαν πει πολλές φορές κι αυτό ήταν κάποιου Γάλλου. Φυσικά δεν το έλεγαν όπως ήταν γραμμένο από εκείνον, αλλά με τον δικό τους τρόπο. Τον “αγράμματο”, τον αγαπησιάρικο!
Το ποίημα είναι “Η Καρδιά της Μάνας”, του Γάλλου ποιητή, συγγραφέα και δραματουργού Jean Richepin και είναι ένα σπαρακτικό, σκοτεινό ποίημα για την αιώνια αγάπη, τον ακατάλυτο δεσμό μάνας με γιο.

Ένα παιδί, μοναχοπαίδι αγόρι,
αγάπησε μιας μάγισσας την κόρη.
– Δεν αγαπώ εγώ, του λέει, παιδιά,
μ’ αν θέλεις να σου δώσω το φιλί μου,
της μάνας σου να φέρεις την καρδιά,
να ρίξω να τη φάει το σκυλί μου.

Τρέχει ο νιος, την μάνα του σκοτώνει
και την καρδιά τραβάει και ξεριζώνει.
Και τρέχει να την πάει, μα σκοντάφτει
και πέφτει ο νιος κατάχαμα με δαύτη.

Κυλάει ο νιος και η καρδιά κυλάει
και την ακούει να κλαίει και να μιλάει.
Μιλάει η μάνα στο παιδί και λέει:
– Εχτύπησες, αγόρι μου; και κλαίει!

Που το έμαθαν; Που το άκουσαν; Πάντως μας το μετέφεραν. Προφορική λαϊκή παράδοση σκεφτόμουν, μέχρι που πρόσφατα έμαθα την γαλλική καταγωγή του.
Πολλοί υποστηρίζουν πως οι ρίζες του ποιήματος βρίσκονται στη δημοτική ποίηση και ο Jean Richepin ήταν εκείνος που το μετέφερε στο χαρτί. Σύντομα πέρασε σε όπερες, διηγήματα, αλλά και στον κινηματογράφο, ήδη από τη δεκαετία 1920. Σχολιάστηκε επανειλημμένα και μεταφέρθηκε σε τοπικές λαογραφικές αναφορές, σε όλα τα μήκη και πλάτη του κόσμου. Στους νεότερους Έλληνες, η παράδοση έφθασε μέσω της σπουδαίας ποιητικής παραλλαγής του Αγγέλου Βλάχου (1917).
Μια μελοποιημένη εκδοχή της ιστορίας υπάρχει στο τραγούδι του Παντελή Θαλασσινού, "Της μάνας η καρδιά":
https://www.youtube.com/watch?v=Po4gToNMgdM."

*Ο Βασίλης Ηλιάδης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1962. Είναι εκπαιδευτικός στην Μέση Εκπαίδευση με την ειδικότητα της Οικονομιας και της Κοινωνιολογιας. Ζει στο Χαϊδάρι και εργάζεται στο Περιστέρι. Είναι παντρεμένος και έχει δύο κόρες.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου