Εικοσιπέντε χιλιόμετρα δυτικά του Στρυμώνα βρίσκεται το χωριό Νέα Κερδύλια. Πριν από 74 χρόνια, στις 17 Οκτωβρίου 1941 εκεί έγινε η πρώτη μαζική σφαγή Ελλήνων από τους Γερμανούς σε ελληνικό έδαφος.
Την ημέρα της εκτέλεσης, εκτός από του κατοίκους του μαρτυρικού χωριού, έτυχε να εμπλακούν και κάτοικοι του Ποδοχωρίου. Η γυναίκα του Κώστα Παπακωνσταντίνου με τα παιδιά της, ο Κώστας Συρόπουλος, αλλά και η Ελένη Καραπέδη, γυναίκα του Μαργαρίτη Σαμαρά, με τα 4 παιδιά της.
Για τους δύο πρώτους την ιστορία κατέγραψε ο Κώστας Κωνσταντάρας, στο βιβλίο του "Αγώνες και Διωγμοί" σελίδες 55 έως 61, όπως θα δούμε στην συνέχεια.
Για την οικογένεια Σαμαρά, υπάρχουν προσωπικές μαρτυρίες των Γιάννη και Μανώλη Σαμαρά (εντεκάχρονοι τότε) που είχαν εκτοπιστεί οικογενειακώς και ζούσαν στα Πάνω Κερδύλια. Το πρωί της σφαγής ανάμεσα στους συγκεντρωμένους προς εκτέλεση βρέθηκε και ο εννιάχρονος αδερφός τους Σωκράτης Σαμαράς, τυλιγμένος με μια κουβέρτα, αλλά τον τράβηξε την τελευταία στιγμή ο αδερφός του Γιάννης και τον έσωσε από την εκτέλεση.
"Αγώνες και διωγμοί" σελ. 55 έως 61. ΤΑ ΚΕΡΔΥΛΙΑ
"Αμέσως μετά τις σφαγές στην Ανατολική Μακεδονία, πήραν οι Γερμανοί απ' τους Βουλγάρους τη σκυτάλη της βαρβαρότητος και την πέρασαν δυτικά του Στρυμόνος, όπου εξόντωσαν τους κατοίκους στα Κερδύλια κι έκαψαν όλα τα σπίτια του μικρού χωριού, του οποίου τα ερείπια φαίνονται και σήμερα (ημερομηνία γραφής του βιβλίου πριν το 1964), πάνω στη λοφοσειρά, βορειοδυτικά της Αμφιπόλεως.
Την ημέρα της εκτέλεσης, εκτός από του κατοίκους του μαρτυρικού χωριού, έτυχε να εμπλακούν και κάτοικοι του Ποδοχωρίου. Η γυναίκα του Κώστα Παπακωνσταντίνου με τα παιδιά της, ο Κώστας Συρόπουλος, αλλά και η Ελένη Καραπέδη, γυναίκα του Μαργαρίτη Σαμαρά, με τα 4 παιδιά της.
Για τους δύο πρώτους την ιστορία κατέγραψε ο Κώστας Κωνσταντάρας, στο βιβλίο του "Αγώνες και Διωγμοί" σελίδες 55 έως 61, όπως θα δούμε στην συνέχεια.
Για την οικογένεια Σαμαρά, υπάρχουν προσωπικές μαρτυρίες των Γιάννη και Μανώλη Σαμαρά (εντεκάχρονοι τότε) που είχαν εκτοπιστεί οικογενειακώς και ζούσαν στα Πάνω Κερδύλια. Το πρωί της σφαγής ανάμεσα στους συγκεντρωμένους προς εκτέλεση βρέθηκε και ο εννιάχρονος αδερφός τους Σωκράτης Σαμαράς, τυλιγμένος με μια κουβέρτα, αλλά τον τράβηξε την τελευταία στιγμή ο αδερφός του Γιάννης και τον έσωσε από την εκτέλεση.
"Αγώνες και διωγμοί" σελ. 55 έως 61. ΤΑ ΚΕΡΔΥΛΙΑ
"Αμέσως μετά τις σφαγές στην Ανατολική Μακεδονία, πήραν οι Γερμανοί απ' τους Βουλγάρους τη σκυτάλη της βαρβαρότητος και την πέρασαν δυτικά του Στρυμόνος, όπου εξόντωσαν τους κατοίκους στα Κερδύλια κι έκαψαν όλα τα σπίτια του μικρού χωριού, του οποίου τα ερείπια φαίνονται και σήμερα (ημερομηνία γραφής του βιβλίου πριν το 1964), πάνω στη λοφοσειρά, βορειοδυτικά της Αμφιπόλεως.
Η φωτιά, που έκαψε τα Κερδύλια στις 17 Οκτωβρίου 1941, έκαψε
και τις τελευταίες ψευδαισθήσεις περί «γερμανικής συμπάθειας» και από κει
πέρασε κατόπιν από ράχη σε ράχη και ρήμαξε ολόκληρη την ύπαιθρο της ηρωικής μας
χώρας. Όπως είναι γνωστό,
σε πολλές ορεινές περιοχές εμφανίστηκαν αμέσως μετά την Κατοχή πλιατσικολόγοι και
λησταί, που γύριζαν πάνοπλοι και έκαναν ληστείες και φόνους.
Μετά την επίθεση κατά
της Ρωσίας, τρεις νέοι με αριστερά φρονήματα, ο Λασσάνης (δάσκαλος Γκένιος), ο
Διπλαράκος (Αλεξανδρίδης Τέος) και ο Μιχάλης (Χρήστος Στεφανούδης) αποφάσισαν
να κάμουν αντίσταση και να ξεκαθαρίσουν τα κακοποιά στοιχεία. Έκαμαν έκκληση
κι αφού μαζεύτηκαν αρκετά παλληκάρια έστησαν
το λημέρι τους στο όρος Κερδύλια.
Στο προελασίτικο αυτό τμήμα, που πήρε το όνομα «Οδυσσεύς Ανδρούτσος», εντάχτηκαν και
δυο Νεοζηλανδοί, έστειλε δε το Κομ. Κόμμα απ' τη Θεσσαλονίκη για να το καθοδηγήσει, τον
Τζανή, αυτόν που έπιασαν οι Βούλγαροι αργότερα στο Παγγαίο κατόπιν προδοσίας
του κτηνοτρόφου Τσιάκαλου και τον εξετέλεσαν μαζι με το Μπάρμπα και άλλα
κομμουνιστικά στελέχη, στις 6 Όκτωβρίου 1941.
Απ' τα
Κερδύλια είχαν καταταχτεί στό τμήμα αρκετά παλληκάρια, όπως ο Λιάμτσος, ο Μιχαλούδης και ό Χρήστος Στεφανούδης, που πιάστηκε και κρεμάστηκε άπ' τους Γερμανούς, τους οποίους έβρισε όταν τον
βασάνιζαν και κράτησε στάση ήρωος. Το αντάρτικο συγκρότημα έκαμε γνωστή την
παρουσία του κυρίως με τον αφοπλισμό των σταθμών Χωροφυλακής, τον οποίον
ενήργησε το πρώτο δεκαήμερο του Σεπτεμβρίου σε χωριά τής Δυτικής πλευράς του
Στρυμόνος.
Μισή ώρα έξω απ' το χωριό, στη Μονή Καρακάλου, έμεινε ένας γέρος Καλόγηρος μαζί με τον υπάλληλο του. Μιά
νύχτα ένας ένοπλος πήγε για ληστεία και αφού σκότωσε στην αυλή τον υπάλληλο,
μπήκε μέσα και ζήτησε τα χρήματα απ' τον Καλόγηρο, αλλά αυτός τον χτύπησε με
τσεκούρι στο κεφάλι και κατόπιν κατέβηκε στη γέφυρα του Στρυμόνος κι ανέφερε τα
διατρέξαντα στο Ελληνικό Φυλάκιο. Απόσπασμα από χωροφύλακες ακολουθώντας τα ίχνη
του αίματος βρήκε σε μια σπηλιά το όπλο και το καπέλο του ληστή και κατόπιν οι
Γερμανοί τον έπιασαν στην Ευκαρπία, όπου νοσηλευόταν απ' το γιατρό Φυλακτό. Τον
πήραν μαζί τους κι όταν τον ανέκριναν, τους έδωσε αρκετά ονόματα κατοίκων, που
ενίσχυαν τους αντάρτες με τρόφιμα.
Ύστερα απ' την κατάθεση του, πήγε ένας
γερμανικός λόχος την Κυριακή 12 Οκτωβρίου και με τον κατάλογο στο χέρι έπιασαν
οι κατακτηταί όσους βρέθηκαν στο χωριό κι έκαψαν τα σπίτια των
υπολοίπων.
Εν τω μεταξύ, οι Γερμανοί πληροφορήθηκαν ότι επί 4ης Αυγούστου, χάρη
στον φαλαγγάρχη της ΕΟΝ Τσάγκα, οι περισσότεροι Κερδυλιώτες χαρακτηρίστηκαν
Κομμουνισταί και πήραν την απόφαση για την ολοκληρωτική καταστροφή του.
Μέσα σ'
ένα απ' τα 30 σπίτια, που έκαψαν την Κυριακή, ήταν και η προσφυγική οικογένεια απ' το Ποδοχώρι, του Κώστα Παπακωνσταντίνου, αρχηγού ανταρτικής ομάδος στο
Παγγαίο. Η γυναίκα του Παπακωνσταντίνου ειδοποίησε το συγχωριανό της Κώστα
Συρόπουλο στο γειτονικό χωριό Καστρί να την πάρει με τα παιδιά της απ' τα
Κερδύλια και να την μεταφέρει για ασφάλεια σε άλλο μέρος.
Πήρε ο Συρόπουλος ένα
γαϊδουράκι και τράβηξε για τα Κερδύλια, χωρίς να ξέρει ότι στο πρόσωπο της
συγχωριανής του ήταν η μοίρα του τραγικού χωριού, πού τον καλούσε να παραχώσει
τους νεκρούς και να στήσει σταυρούς με ξυλαράκια στον ομαδικό τάφο.
Τον αφήνουμε
να περάσει ανυποψίαστος μέσα στο γερμανικό κλοιό, για να μας αφηγηθεί με τα δικά
του λόγια την τραγωδία των Κερδυλίων.
«Από αντίκρυ είδα μια κίνηση
γυναικόπαιδων, αλλά λόγο του ότι δεν είχαν ακόμη αρχίσει τα μετέπειτα εγκλήματα
των Γερμανών τράβηξα για τον προορισμό μου ανύποπτα. Σε απόσταση 300 μέτρων αντελήφθηκα
2 Γερμανούς που καιροφυλακτούσαν πίσω απ' τους θάμνους, αλλά και πάλι δεν έδωσα
σημασία. Υπέθεσα ότι πρόκειται για γυμνάσια και τράβηξα το δρόμο μου.
Όταν
έφθασα στα 5 μέτρα, πετάχθηκαν μπροστά, μου και με προτεταμένα όπλα μου
έδειξαν να προχωρήσω προς το χωριό και μέχρις ότου να φθάσουμε, περάσαμε άλλες
δυο ζώνες κυκλώσεως. Στην άκρη του χωριού ήταν συγκεντρωμένα τα γυναικόπαιδα
και μέσα σ' αυτά και η οικογένεια για την οποία πήγαινα και μόλις με είδε η
γυναίκα με φώναξε με τ' όνομά μου. Θέλησα να της μιλήσω, αλλά μου υπόδειξαν με
νεύματα ότι μου το απαγορεύουν και συμμορφώθηκα.
Μόλις προχωρήσαμε από κει 100
περίπου μέτρα, τραντάχτηκε ο τόπος απ' τις ριπές ταχυβόλων, πολλών σαν να
γινόταν πραγματική μάχη. Βαδίζοντας περίπου άλλα 50 μέτρα συναντώ το δάσκαλο και
τον παπά του χωριού, οι οποίοι έτυχε να με γνωρίζουν, γιατί είχα ξαναπεράσει απ'
το χωριό τους σαν επαγγελματίας σωφέρ και μου ψιθυρίζει ο παπάς χωρίς να
προφέρει το όνομά μου. «Που πας βρε χριστιανέ μου εσύ;».
Δεν βλέπεις ότι με
πάνε; Πρόλαβα ν' απαντήσω.
Λίγο πιο πέρα απ' το Κοινοτικό Γραφείο συναντήσαμε τον επικεφαλής γερμανό αξιωματικό, στον
όποιο οι στρατιώτες που με συνόδευαν ανάφεραν για τη σύλληψή μου κι αυτός αφού σκέφθηκε λίγο τους μίλησε βιαστικά κι έφυγε.
Τότε οι συνοδοί μου, μου υπέδειξαν να δέσω το
γαϊδουράκι σε ένα δέντρο που υπήρχε μπροστά στο γραφείο κι ενώ
μου
μιλούσαν γερμανικά, ταυτοχρόνως μου έδειχναν τη σκανδάλη των όπλων
τους. Εγώ μη έχοντας συναίσθηση του κινδύνου που διέτρεχα, νόμισα ότι
πρόκειται
περί συνήθους εκφοβισμού και γέλασα συλλογιζόμενος. «Τέτοιες φοβέρες
πόσες και
πόσες πέρασα στη ζωή μου».
Αλλά το δείξιμο της σκανδάλης δεν ήταν εκφοβισμός. Όπως απέδειξαν τα παρακάτω γεγονότα, ήθελαν να μου πουν ότι γλύτωσα την εκτέλεση.
Κατόπιν
με παρέδωσαν στο σκοπό του Κοινοτικού Γραφείου κι άνοιξε
και με έβαλε στο Κρατητήριο. Όταν μπήκα, βλέπω κάμποσους γέρους άνω των
70 ετών και ένα νέο δασικό, Ευθυμίου λεγόμενο, οι όποιοι άρχισαν τις
ερωτήσεις: Τί ήταν τα πολυβόλα; Τα σκότωσαν τα παιδιά μας;
Εγώ ήταν αδύνατο να
πιστέψω ότι πρόκειται για ομαδικό έγκλημα και προσπάθησα να τους βγάλω απ' το
νου αυτή την ιδέα. Εν τω μεταξύ τους μέτρησα. Ήταν 15 γέροι και μαζί με μένα
και το δασικό ήμασταν 17. Απ' αυτούς έμαθα ότι 500 περίπου Γερμανοί κύκλωσαν
τα δύο χωριά (Πάνω και Κάτω Κερδύλια) σε 3 ζώνες απ' τη νύχτα και κατόπιν άρχισαν να φωνάζουν να βγουν
όλοι απ' τά σπίτια ακόμα και οι λεχώνες και οι άρρωστοι, όλοι ανεξαιρέτως, όπως κι έγινε.
Μόλις συγκεντρώθηκαν, παρουσίασαν αυτούς που πήραν την Κυριακή
και μέσα σ' αυτούς και τον καταδότη-ληστή, και διάβασαν διαταγή του Γερμανικού
Στρατοδικείου ότι είναι καταδικασμένοι σε θάνατο όλοι οι άρρενες και αφήνεται
στην κρίση του επικεφαλής λοχαγού ποιούς θα ξεχωρίσει, ανήλικους και γέρους.
Απαλλακτική
ήταν η απόφαση μόνο για το δάσκαλο και τον παπά οι οποίοι σημειωτέον ήταν άνω
των 60 ετών.
Όταν με βάλανε στο κρατητήριο η ώρα ήταν 9 π.μ. Κατά τις 10, το
Κρατητήριο γέμισε από καπνό και κινδυνέψαμε από ασφυξία. Άρχισα εγώ τότε
να διαμαρτύρομαι και να χτυπώ την πόρτα να μας ανοίξει ο φρουρός. Μας ανοίγουν
και βλέπουμε όλο το χωριό φλεγόμενο. Μόνο την εκκλησία σεβάστηκαν.
Σε μας,
υπέδειξαν να μπούμε στη γραμμή και μας έδωσαν, σε άλλον φτιάρι και σ' άλλον
κασμά. Εγώ έλυσα το γαϊδουράκι και έμεινα τελευταίος έξω της γραμμής.
Σε απόσταση περίπου 300 μέτρα απ' το Γραφείο σε ένα βαθούλωμα χωραφιού μόλις μας
πήγαν, άκουσα απ' τους πρώτους, θρήνους και βοές και είδα το σωρό των πτωμάτων
και ανάμεσα τους παιδιά ανήλικα 13 -14 ετών θερισμένα κυριολεκτικά απ' τα
ταχυβόλα.
Τότε
έχασα το ηθικό μου. Ο καθένας άπ' τους γέρους είχε το θύμα του
(ένας είχε 4 παιδιά και το γαμβρό του). Έμεινα μόνος γιατί πήραν και το
δασικό να τους υποδείξει πού έχει το υπηρεσιακό του περίστροφο και μου
υπόδειξαν οι Γερμανοί να σκεπάσω τα πτώματα με χώμα. Και τα σκέπασα όσο
μπορούσα.
Στα
άνω Κερδύλια βρέθηκαν 120 άτομα μεταξύ των οποίων και ξένοι που έτυχε εκείνο
το βράδυ να φιλοξενηθούν στο χωριό όπως ο Μάκος και ο Αντωνιάδης απ' την Κάριανη
και άλλοι. Η ίδια τραγωδία συνέβη και στα κάτω Κερδύλια με 95 θύματα, όπου
είχαν βρει άλλο νεκροθάφτη. Δηλαδή σύνολο 215 εκείνη τη μέρα και χώρια
μερικοί άλλοι που πιάστηκαν κι εκτελέστηκαν μετά.
Μόλις τελείωσε το σκέπασμα
των πτωμάτων, ήρθε ο Γερμανός διοικητής και μου μιλούσε σταυρώνοντας τα
χέρια του. Εγώ νομίζοντας ότι θα μου φορέσουν χειροπέδες περίμενα, πλην όμως
αυτός συνέχιζε και τελευταία κατάλαβα ότι ζητούσε σταυρό.
Έσκυψα τότε και
πήρα από κάτω δύο ξυλαράκια και έκανα το σχήμα του σταυρού και μου 'πε. «Γιά
- Γιά».
Έκανε, βλέπετε, θεάρεστο ανθρώπινο καθήκον και ήθελε να εκπληρώσει και
το χριστιανικό καθήκον.
Τότε μάζεψα μερικά ξύλα από εκεί πλησίον και έκανα 5
σταυρούς, που τους έδεσα με σύρματα και τους έμπηξα στο σωρό.
Όταν
ξαναήρθε μου έδειχνε το γύρο και το αμπέλι που ήταν σε απόσταση 50
μέτρων. Κατάλαβα τι ήθελε και με τη βοήθεια των γέρων βγάλαμε απ' το αμπέλι
σύρματα και πασσάλους και περιφράξαμε το μέρος.
Κατόπιν, ήρθαν ένας ΄Ελληνας ενωμοτάρχης και δύο χωροφύλακες οι οποίοι είχαν την απαίτηση να ξεθάψω τους
νεκρούς για να τους μετρήσουν.
Διαμαρτυρήθηκα λέγοντας ότι είναι αδύνατο να γίνει
αυτή η δουλειά και έχοντας την πεποίθηση ότι οι Γερμανοί θα με εκτελούσαν για
να μη υπάρχει μάρτυρας του εγκλήματός των, δεν τους υπάκουσα.
Ήταν η ώρα 2 μετά
το μεσημέρι όταν οι Γερμανοί τελείωσαν την πυρπόληση του χωριού. Άφησαν
κατόπιν ελεύθερους τους γέρους και το δασικό.
Ο Γερμανός διοικητής έβαλε
τους χωροφύλακες να εξετάσουν την ταυτότητα μου. Κατά σύμπτωση ο ενωμοτάρχης
ήταν πριν ένα χρόνο μόνιμος επιλοχίας και υπηρετούσε στην Ελευθερούπολη και
γνωριζόμασταν έξ όψεως και απάντησε ότι είμαι εντάξει και μ' άφησαν
ελεύθερο.
Τα γυναικόπαιδα τα έδιωξαν στα τριγύρω χωριά Καστρί, Αηδονοχώρι,
Ευκαρπία, Τράγιλος, Μαυροθάλασσα κι όπου είχε κανείς συγγενείς, πήγε να
ακουμπήσει.
Σε λίγες μέρες οι Γερμανοί κάναν επιδρομές στ' άλλα χωριά και μάζευαν
τους αριστερίζοντες με καταλόγους, που τους προμήθευαν οι Μεταξικοί και τους έστελναν στη Νιγρίτα.
Εκεί ξεχώρισαν τους νεαρούς Θόδωρο Φαναρτζή και Γεώργιο
Χατζηδούκα απ' τη Μαυροθάλασσα, το Μάλαμα Βοζίκη και Δημήτριο Κουφό απ' το
Σιτοχώρι και τους τουφέκισαν για εκφοβισμό μπροστά στους άλλους κρατουμένους.
Έπειτα απ' όλα αυτά επεκράτησε μεγάλος φόβος στην περιφέρεια Νιγρίτας.
Η ανταρτική
ομάδα θεώρησε εν μέρει υπεύθυνο το Μιχάλη, μέλος του γραφείου της, γιατί διέφυγε ο ληστής που
έγινε αιτία της καταστροφής των Κερδυλίων και τον διέγραψε απ' το τμήμα. Καθώς
περιπλανιόταν μόνος του πήγε μια
βραδιά να ζητήσει ψωμί στο σπίτι της αδελφής του στο Σιταχώρι, άλλα τον
πρόδωσε ο γαμβρός του και οι Γερμανοί τον κρέμασαν και τον άφησαν τρεις
μέρες
κρεμασμένο σε κοινή θέα.
Κατόπιν έφυγαν απ' τα Κερδύλια 10 αντάρτες μαζί με
τους Νεοζηλανδούς και πέρασαν στη Χαλκιδική.
Οι υπόλοιποι παρέμειναν στην
περιοχή κι έβγαζαν κάρβουνα για να ζήσουν, αλλά προδόθηκαν και βρέθηκαν ένα
πρωί κυκλωμένοι από αποσπάσματα Ελλήνων χωροφυλάκων. Στή συμπλοκή πιάστηκαν 6
που μεταφέρθηκαν στη Θεσσαλονίκη κι εκτελέστηκαν απ' τους Γερμανούς...».
Κλείνω
εδώ την αφήγηση του Κώστα Συρόπουλου, πού τον γνώρισαν τα επόμενα χρόνια οι
αντάρτες ως σύνδεσμο του Αρχηγείου Παγγαίου με την Παμμακεδονική επιτροπή του
ΕΛΑΣ και τον είδαν να περνά πολλές φορές απ' τα αρχηγεία των Κερδυλίων και της
Χαλκιδικής.
Επειδή ήξερε τα μέρη και ήταν αφοσιωμένος αγωνιστής, βοήθησε πολύ
τον ΕΛΑΣ Ανατολικής Μακεδονίας, ιδιαίτερα το καλοκαίρι 1944, όταν για μεγάλο διάστημα οι εχθροί του ΕΛΑΣ
Γερμανοί, Βούλγαροι και Ταγματασφαλίτες κράτησαν τη δυτική πλευρά του
Στρυμόνος κι έκοψαν την επικοινωνία του 26ου Συντάγματος, αφού εξόντωσαν τη
διμοιρία φρουράς Στρυμόνος κι έκαψαν
τις βάρκες.
Τότε
ο Συρόπουλος με δική του πρωτοβουλία αποκατέστησε το σύνδεσμο δια
θαλάσσης κι έκαμε επανειλημμένες διαδρομές απ' την Ιερισσό στις
ακτές του Συμβόλου μαζί με τον παράτολμο καπετάνιο του ΕΛΑΝ Χαλκιδικής
Νικόλαο Καφαντάρη απ' το Θεολόγο της Θάσου, αυτόν που κυρίεψε αργότερα
Γερμανική τορπιλάκατο κι έπεσε σαν ήρωας κατά τη διάρκεια της μάχης.
Το
Συρόπουλο επομένως, θα τον ξανασυναντήσουμε κι αργότερα.
Μετά τον πόλεμο, τα Νέα
Κερδύλια χτίστηκαν δίπλα στο δρόμο Θεσσαλονίκης- Καβάλας μερικά χιλιόμετρα νοτιότερα απ' την
παλιά τους θέση. Οι χήρες, όσες ήταν νέες, ξαναπαντρεύτηκαν κυρίως με νησιώτες
και η παλιά τραγωδία φαίνεται ξεχασμένη.
Όσοι όμως ταξιδεύουν απ' την
Καβάλα για τη Θεσσαλονίκη, πριν περάσουν τη γέφυρα του Στρυμόνος, ρίχνουν το
βλέμμα τους προς τα ερείπια του τραγικού χωριού, στην απέναντι κορυφή και
θυμούνται τις μηχανοκίνητες ορδές των βαρβάρων, που ρήμαξαν τα μέρη μας.
Αλλά
μετά τη γέφυρα, η σκέψη τους τραβιέται απ' την παρουσία του πελώριου Λέοντος
της Αμφιπόλεως.
Τα ερειπωμένα Κερδύλια και το αρχαίο Μνημείο παίρνουν θέση
έκ
συμπτώσεως το ένα μετά το άλλο στην παρατήρηση των ταξιδιωτών σαν
υπολείμματα δύο διαφορετικών περασμάτων. Ενός αρχαίου πολιτισμού, που
λάτρευε
το κάλλος κι απεικόνιζε με συμβολικά αγάλματα την αρετή της ψυχής. Και
ενός
σύγχρονου, που ήθελε τους ανθρώπους της «Αρίας φυλής» σκληρότερους απ'
τα σίδηρα
των μηχανών του και με ψυχή πιο μαύρη απ' τα ερείπια που άφηνε στο
πέρασμά
του."
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου